κουμανταρία
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- κουμανταρία < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
κουμανταρία θηλυκό
- → ζητούμενο λήμμα
- είδος κρασιού από την Κύπρο
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
κουμανταρία