κουτέλα

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η κουτέλα οι κουτέλες
      γενική της κουτέλας των κουτελών
    αιτιατική την κουτέλα τις κουτέλες
     κλητική κουτέλα κουτέλες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

συνήθης γενική πληθυντικού: των κουτέλων

Ετυμολογία [επεξεργασία]

κουτέλα < κούτελο +

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

κουτέλα θηλυκό

  1. το μετωπιαίο τμήμα του χαλιναριού
    ※  στόν υφαντή άργαλειό, στόν σιδερά σφυρί και άμόνι, στόν ύαλουργό καλάμι, στόν ξυλοκόπο πέλεκυ, στό σχοινά συσκευαστήρι, στόν βαρελοποιό σκερπάνι, στόν ψαρά πλεμάτι, στόν σαμαρά κουτέλα (Νέα Εστία, τεύχη 684-690, Ι. Δ. Κολλάρος, 1956,σελ. 47)
  2. (λαϊκότροπο) το περιμετώπιο, η περιμετωπίδα