κουταλοθήκη
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
κουταλοθήκη θηλυκό
- διάταξη στη οποία αποθηκεύονται τα μαχαιροπήρουνα στην κουζίνα
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
κουταλοθήκη
|