κρίκετ
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- κρίκετ < (λόγιο δάνειο) αγγλική cricket
Προφορά
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]κρίκετ ουδέτερο άκλιτο
- (αθλητισμός) ομαδικό άθλημα με δύο ομάδες των έντεκα παικτών η κάθε μία, που με ειδικά ρόπαλα χτυπούν μια μικρή μπάλα, προσπαθώντας να σκοράρουν περισσότερους πόντους από τους αντιπάλους
Δείτε επίσης
[επεξεργασία]- κρίκετ στη Βικιπαίδεια
Μεταφράσεις
[επεξεργασία]Κατηγορίες:
- Λόγια δάνεια από τα αγγλικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αγγλικά (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά άκλιτα ουδέτερα (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά άκλιτα (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά ουδέτερα (νέα ελληνικά)
- Αθλητισμός (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)