κυττοκίνη
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- κυττοκίνη < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
κυττοκίνη θηλυκό
- καθεμιά από την ομάδα γλυκοπρωτεϊνών που ρυθμίζουν άνοσες και φλεγμονώδεις αντιδράσεις, ενώ ρυθμίζουν και την αιμοποίηση
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
κυττοκίνη
|