λίμπρα
Εμφάνιση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | λίμπρα | οι | λίμπρες |
| γενική | της | λίμπρας | των | λιμπρών |
| αιτιατική | τη | λίμπρα | τις | λίμπρες |
| κλητική | λίμπρα | λίμπρες | ||
| Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
[επεξεργασία]
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]λίμπρα θηλυκό
- (παρωχημένο) άλλη μορφή του λίβρα