λεβεντο-
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- λεβεντο- < λεβέντ(ης) + -ο-
Προφορά
[επεξεργασία]- ΔΦΑ : /le.ven.do/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : λε‐βε‐ντο-
Πρόθημα
[επεξεργασία]λεβεντο-, λεβεντό- και λεβεντ- πριν από φωνήεν
- το λεβέντης ως πρώτο συνθετικό
- που εκφράζει την ιδιότητα της λεβεντιάς, του ηρωισμού, της ομορφιάς για το δεύτερο συνθετικό
- σε αντικειμενικά σύνθετα, ως αντικείμενο του δεύτερου συνθετικού
- λεβεντογέννα (που γεννάει λεβέντες)
- λεβεντοπνίχτρα (που πνίγει λεβέντες)
Σύνθετα
[επεξεργασία]- Νεοελληνικές λέξεις με πρόθημα λεβεντο- στο Βικιλεξικό
- Νεοελληνικές λέξεις με πρόθημα λεβεντό- στο Βικιλεξικό
- Νεοελληνικές λέξεις με πρόθημα λεβεντ- στο Βικιλεξικό
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] λεβεντο-
|
Πηγές
[επεξεργασία]- «λεβεντο-» - ⌘ Δημητράκος, Δημήτριος Β. (1964) Μέγα λεξικὸν ὅλης τῆς Ἑλληνικῆς γλώσσης, 1930-1950. 2η έκδοση:1964. Αθήνα: Εκδόσεις: Δομή (15 τόμοι) & επανεκδόσεις, 1η έκδοση:1953 (9 τόμοι) Ελληνική Παιδεία, .