λεβεντάνθρωπος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /le.venˈdan.θɾo.pos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : λε‐βε‐ντάν‐θρω‐πος
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
λεβεντάνθρωπος αρσενικό (θηλυκό λεβεντογυναίκα)
- άνδρας με λεβεντιά στο παράστημα και στη συμπεριφορά· με αρχοντικούς τρόπους, με γενναιοδωρία
Δείτε επίσης[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
λεβεντάνθρωπος
|
Πηγές[επεξεργασία]
- Πάπυρος–Λαρούς–Μπριτάννικα: Λεξικό της ελληνικής γλώσσας, αρχαίας - μεσαιωνικής - νέας, ερμηνευτικό - ετυμολογικό. Αθήνα: Πάπυρος, 1981‑1994, έκδοση: 2013.
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'χοντράνθρωπος' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά αρσενικά (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με πρόθημα λεβεντ- (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με επίθημα -άνθρωπος (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)