λεμές

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο λεμές οι λεμέδες
      γενική του λεμέ των λεμέδων
    αιτιατική τον λεμέ τους λεμέδες
     κλητική λεμέ λεμέδες
Κατηγορία όπως «καφές» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

λεμές : οθωμανική τουρκική ς προέλευσης

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

λεμές αρσενικό

Μεταφράσεις[επεξεργασία]

Πηγές[επεξεργασία]

  • εφημ. “Πρωΐα” (χ.χ.έ.), Λεξικόν της νέας ελληνικής γλώσσης: ορθογραφικόν και ερμηνευτικόν. Έκδοσις δευτέρα επαυξημένη. 2 τόμ. με ενιαία σελιδαρίθμηση. Βραβείον Ακαδημίας Αθηνών. Αθήνα: Εκδοτικός Οίκος Πέτρου Δημητράκου, σελ. 887.