λιγνεύω

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

λιγνεύω < μεσαιωνική ελληνική λιγνεύω < λιγνός + -εύω < ελληνιστική κοινή λέγνος < λέγνον

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /liˈɣne.vo/

Ρήμα[επεξεργασία]

λιγνεύω

  1. (μεταβατικό) κάνω κάτι ή κάποιον λιγνό
  2. (αμετάβατο) γίνομαι λιγνός

Συνώνυμα[επεξεργασία]

Αντώνυμα[επεξεργασία]

Συγγενικά[επεξεργασία]

Κλίση[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]