λιφαιμέω

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

λιφαιμέω < λείπει η ετυμολογία

Ρήμα[επεξεργασία]

λιφαιμέω

  1. αιμορραγώ, χάνω αίμα
    ※  2ος↓ αιώνας Γαληνός, De compositione medicamentorum secundum locos I-VI, 3.3, p.12.693 @scaife.perseus
    πληρουμένων γὰρ αἵματος τῶν ἐνταῦθα φλεβῶν, τὰ περὶ τὰς ῥῖνας λιφαιμήσουσι, καὶ ποτίζειν τοῖς πρὸς τὰς ἀγωγὰς τοῦ αἵματος γραφησομένοις καὶ τὰ ὦτα ἐμφράττειν εὐτόνως ὀθονίοις καὶ κηρῷ, κᾀν τῷ στόματι διακατέχειν ὕδωρ ὄμβριον ψυχρόν.
  2. γίνομαι χλωμός από φόβο ή άλλη αιτία

Άλλες μορφές[επεξεργασία]

Συγγενικά[επεξεργασία]

Κλίση[επεξεργασία]

Πηγές[επεξεργασία]