λιόσκουρδα

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις   πληθυντικός  
ονομαστική τα λιόσκουρδα
      γενική των λιόσκουρδων
    αιτιατική τα λιόσκουρδα
     κλητική λιόσκουρδα
Κατηγορία όπως «σίδερο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

λιόσκουρδα < λιό- + σκόρδα

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /ˈʎo.skur.ða/
τυπογραφικός συλλαβισμός: λιό‐σκουρ‐δα

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

λιόσκουρδα ουδέτερο, μόνο στον πληθυντικό (ιδιωματικό)

  1. (κυριολεκτικά) ελιές και σκόρδα
  2. (μεταφορικά) τα μπερδέματα

Μεταφράσεις[επεξεργασία]

Πηγές[επεξεργασία]

  • Αγγελική Ράλλη, Λεξικό διαλεκτικής ποικιλίας Κυδωνιών, Μοσχονησίων & Βορειοανατολικής Λέσβου (Παλλήνη: Ελληνικό Ίδρυμα Ιστορικών Μελετών [ΙΔΙΣΜΕ], 2017, ISBN 978-960-9789-06-6), σ. 174.