μέντιουμ
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- μέντιουμ < αγγλική medium < λατινική medium, ουδέτερο του medius < πρωτοϊταλική *meðios πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *médʰyos < *me-dʰi- < *me (με)
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
μέντιουμ ουδέτερο άκλιτο
- που υποτίθεται πως επικοινωνεί με το υπερπέραν και τα πνεύματα, που μεσολαβεί μεταξύ του υπερφυσικού και του αισθητού κόσμου
Συνώνυμα[επεξεργασία]
Δείτε επίσης[επεξεργασία]
- μέντιουμ στη Βικιπαίδεια
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
Κατηγορίες:
- Προέλευση λέξεων από τα αγγλικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα λατινικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από την πρωτοϊνδοευρωπαϊκή (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά άκλιτα ουδέτερα (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά άκλιτα (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά ουδέτερα (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)