μίανση
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | μίανση | οι | μιάνσεις |
γενική | της | μίανσης* | των | μιάνσεων |
αιτιατική | τη | μίανση | τις | μιάνσεις |
κλητική | μίανση | μιάνσεις | ||
* παλιότερος λόγιος τύπος, μιάνσεως | ||||
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- μίανση < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
μίανση θηλυκό
- το αποτέλεσμα του μιαίνω, η παραβίαση ή προσβολή κάποιου πράγματος που είναι ιερό, σεβαστό
- ↪ μίανση του μνημείου με ακαθαρσίες
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
μίανση
|