μακροβούτι

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το μακροβούτι τα μακροβούτια
      γενική
    αιτιατική το μακροβούτι τα μακροβούτια
     κλητική μακροβούτι μακροβούτια
Η κατάληξη του πληθυντικού -ια προφέρεται με συνίζηση.
Κατηγορία όπως «παιδάκι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

μακροβούτι < μακρο- + βουτ(άω) +

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

μακροβούτι ουδέτερο (πληθυντικός μακροβούτια)

  • η διάνυση από έναν κολυμβητή μιας σχετικά μεγάλης απόστασης κάτω από την επιφάνεια της θάλασσας

Μεταφράσεις[επεξεργασία]