μακροσκοπία

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η μακροσκοπία οι μακροσκοπίες
      γενική της μακροσκοπίας των μακροσκοπιών
    αιτιατική τη μακροσκοπία τις μακροσκοπίες
     κλητική μακροσκοπία μακροσκοπίες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

μακροσκοπία < μακρός + αρχ. σκοπέω

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

μακροσκοπία θηλυκό

  • εξέταση αντικειμένων όχι με μικροσκόπιο αλλά με γυμνό οφθαλμό

Μεταφράσεις[επεξεργασία]