μαμακούλα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | μαμακούλα | οι | μαμακούλες |
γενική | της | μαμακούλας | — | |
αιτιατική | τη | μαμακούλα | τις | μαμακούλες |
κλητική | μαμακούλα | μαμακούλες | ||
Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται. | ||||
Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
μαμακούλα θηλυκό
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
μαμακούλα
|