μανάβισσα

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η μανάβισσα οι μανάβισσες
      γενική της μανάβισσας
    αιτιατική τη μανάβισσα τις μανάβισσες
     κλητική μανάβισσα μανάβισσες
Κατηγορία όπως «θάλασσα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
μανάβισσα < μανάβ(ης) + κατάληξη θηλυκού -ισσα

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

μανάβισσα θηλυκό

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]

για γλώσσες που δεν έχουν ξεχωριστή λέξη για το θηλυκό σε αυτόν τον όρο (ή γενικά) δείτε μανάβης