μανιλόσχοινο

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το μανιλόσχοινο τα μανιλόσχοινα
      γενική του μανιλόσχοινου των μανιλόσχοινων
    αιτιατική το μανιλόσχοινο τα μανιλόσχοινα
     κλητική μανιλόσχοινο μανιλόσχοινα
Κατηγορία όπως «σίδερο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

μανιλόσχοινο < Μανίλα + σχοινί

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

μανιλόσχοινο ουδέτερο

Μεταφράσεις[επεξεργασία]