μαστίγωμα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- μαστίγωμα < μαστιγώ(νω) + -μα
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]μαστίγωμα ουδέτερο
- η μαστίγωση, η ενέργεια και το αποτέλεσμα του μαστιγώνω, κυριολεκτικά ή μεταφορικά
- Οι ριπές του θαλασσινου νερού τον μαστίγωναν μανιασμένα, αλλά δεν έλεγε να φύγει από την πλώρη