μαυροδάφνη

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η μαυροδάφνη οι μαυροδάφνες
      γενική της μαυροδάφνης των μαυροδαφνών
    αιτιατική τη μαυροδάφνη τις μαυροδάφνες
     κλητική μαυροδάφνη μαυροδάφνες
Κατηγορία όπως «νίκη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

μαυροδάφνη < μαυρο- + δάφνη

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

μαυροδάφνη θηλυκό

  • ποικιλία γλυκού κρασιού με πολύ βαθύ κόκκινο χρώμα

Μεταφράσεις[επεξεργασία]