μαυρόφατσα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
μαυρόφατσα θηλυκό
- (μειωτικά, ανεπίτρεπτα, χυδαία) ο μαύρος
- βλέπε: σκυλάραπας, σκατόνεγρος, κωλόνεγρος
- ύποπτος ή άσχημος, άνθρωπος του υποκόσμου, ένοχος, μαυραγορίτης, μισητός
- άτομο με σκούρο πρόσωπο, πχ. μαυροπρόσωπο πρόβατο