μεατοτομή
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- μεατοτομή < αγγλική meatotomy < meatus (άνοιγμα που οδηγεί στο εσωτερικό του ανθρωπίνου σώματος) + -ο- + -τομή
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
μεατοτομή θηλυκό
- (ιατρική) τομή στο σημείο που καταλήγει η ουρήθρα στο πέος, για αντιμετώπιση στενώματος ουρηθρικού στομίου
Συνώνυμα[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
μεατοτομή
|
Κατηγορίες:
- Επέκταση (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'ψυχή' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά θηλυκά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αγγλικά (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με ένθημα -ο- (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με επίθημα -τομή (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Ιατρική (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)