μεατοτομή

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η μεατοτομή οι μεατοτομές
      γενική της μεατοτομής των μεατοτομών
    αιτιατική τη μεατοτομή τις μεατοτομές
     κλητική μεατοτομή μεατοτομές
Κατηγορία όπως «ψυχή» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

μεατοτομή < αγγλική meatotomy < meatus (άνοιγμα που οδηγεί στο εσωτερικό του ανθρωπίνου σώματος) + -ο- + -τομή

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

μεατοτομή θηλυκό

  • (ιατρική) τομή στο σημείο που καταλήγει η ουρήθρα στο πέος, για αντιμετώπιση στενώματος ουρηθρικού στομίου

Συνώνυμα[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]