μενεξεδί
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /me.ne.kseˈði/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : με‐νε‐ξε‐δί
- παρώνυμο: μενεξελί
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
μενεξεδί ουδέτερο άκλιτο
Άλλες μορφές[επεξεργασία]
Συνώνυμα[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
μενεξεδί
|
Επίθετο[επεξεργασία]
μενεξεδί άκλιτο
- άκλιτος τύπος του μενεξεδής για όλα τα γένη
- ↪ αγόρασα μια μενεξεδί μπλούζα - αγόρασα μια μενεξεδιά φούστα
- άλλες μορφές: μενεξελί
Κλιτικός τύπος επιθέτου[επεξεργασία]
μενεξεδί
Κατηγορίες:
- Λέξεις με επίθημα -ί (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Παρώνυμα (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά άκλιτα ουδέτερα (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά άκλιτα (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά ουδέτερα (νέα ελληνικά)
- Χρώματα (νέα ελληνικά)
- Επίθετα (νέα ελληνικά)
- Επίθετα άκλιτα (νέα ελληνικά)
- Κλιτικοί τύποι επιθέτων (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)