μεταφυτεύτρα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- μεταφυτεύτρα < μεταφυτευτής + κατάληξη θηλυκού -τρα
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
μεταφυτεύτρα θηλυκό
- (σπάνιο) θηλυκό του μεταφυτευτής
Άλλες μορφές[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
μεταφυτεύτρα
|