μετεγγύηση
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | μετεγγύηση | οι | μετεγγυήσεις |
γενική | της | μετεγγύησης* | των | μετεγγυήσεων |
αιτιατική | τη | μετεγγύηση | τις | μετεγγυήσεις |
κλητική | μετεγγύηση | μετεγγυήσεις | ||
* παλιότερος λόγιος τύπος, μετεγγυήσεως | ||||
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
μετεγγύηση θηλυκό
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
μετεγγύηση
|