μηλοριζίκι
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | μηλοριζίκι | τα | μηλοριζίκια |
γενική | του | μηλοριζικιού | των | μηλοριζικιών |
αιτιατική | το | μηλοριζίκι | τα | μηλοριζίκια |
κλητική | μηλοριζίκι | μηλοριζίκια | ||
Οι καταλήξεις -ιού, -ια, -ιών προφέρονται με συνίζηση. | ||||
Κατηγορία όπως «τραγούδι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
μηλοριζίκι ουδέτερο
- (ιδιωματικό) το μήλο που ρίχνεται στη μεθύρα ή καλάθι του Κλήδωνα, κατά το ομώνυμο έθιμο. (στη ναξιακή και νησιωτική διάλεκτο)(Χρειάζεται τεκμηρίωση…) σε ποια ιδιώματα
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
μηλοριζίκι
|
Πηγές[επεξεργασία]
- (Χρειάζεται τεκμηρίωση…)