μηρυκαστικό

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
μηρυκαστικό: ουσιαστικοποιημένο ουδέτερο του επιθέτου μηρυκαστικός

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /mi.ɾi.ka.stiˈko/
τυπογραφικός συλλαβισμός: μη‐ρυ‐κα‐στι‐κό

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

μηρυκαστικό ουδέτερο (συνήθως στον πληθυντικό: μηρυκαστικά)

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]

Κλιτικός τύπος επιθέτου

[επεξεργασία]

μηρυκαστικό

  1. , αρσενικού γένους του μηρυκαστικός
  2. , ουδέτερου γένους του μηρυκαστικός