μηχανοθεραπεία
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- μηχανοθεραπεία < μηχανή + -θεραπεία • Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
μηχανοθεραπεία θηλυκό
- θεραπεία με χρήση μηχανικού εξοπλισμού
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
μηχανοθεραπεία
|