μουσούνισμα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- μουσούνισμα < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
μουσούνισμα ουδέτερο
- ο ήχος της εκπνοής από τη μύτη, μουθούνισμα, μυχθισμός
- «Όι όι, μάνα μου», «όι όι, μάνα μου», και κάποτε, πιο σπάνια, ένα πνιχτό μουσούνισμα, ίδιο ροχαλητό, που 'λεγαν, όσοι ξέρανε, είναι αυτός ο ρόγχος του θανάτου. (Oδυσσέας Ελύτης, Άξιον εστί, Aνάγνωσμα πρώτο, εκδ. Ίκαρος, 1999)
Δείτε επίσης[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
μουσούνισμα
|