μουστοβάρελο
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
μουστοβάρελο ουδέτερο
- βαρέλι για μεταφορά και φύλαξη μούστου.
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
μουστοβάρελο
|