μπάστα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- μπάστα < ιταλική basta, β΄ πρόσωπο ενικού προστακτικής του bastare < δημώδης λατινική *bastō / *bastāre < αρχαία ελληνική βαστάζω (αντιδάνειο)
Επιφώνημα
[επεξεργασία]μπάστα