μπασκετμπολίστας

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

μπασκετμπολίστας πριν εκτελέσει βολή
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο μπασκετμπολίστας οι μπασκετμπολίστες
      γενική του μπασκετμπολίστα των μπασκετμπολιστών
    αιτιατική τον μπασκετμπολίστα τους μπασκετμπολίστες
     κλητική μπασκετμπολίστα μπασκετμπολίστες
Κατηγορία όπως «γαλαξίας» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

μπασκετμπολίστας < μπάσκετμπολ (basketball) + -ίστας

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

μπασκετμπολίστας αρσενικό

Συνώνυμα[επεξεργασία]

Συγγενικά[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]