μπεντέλι
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | μπεντέλι | τα | μπεντέλια |
γενική | του | μπεντελιού | των | μπεντελιών |
αιτιατική | το | μπεντέλι | τα | μπεντέλια |
κλητική | μπεντέλι | μπεντέλια | ||
Οι καταλήξεις -ιού, -ια, -ιών προφέρονται με συνίζηση. | ||||
Κατηγορία όπως «τραγούδι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
μπεντέλι ουδέτερο
- (ιστορία, στρατιωτικός όρος, ναυτικός όρος) το χρηματικό ποσό που κατέβαλαν οι Έλληνες στην οθωμανική διοίκηση, επί τουρκοκρατίας, προκειμένου ν΄ απαλλαγούν της στρατιωτικής θητείας (είτε για στρατό ξηράς, είτε σε πλοίο)
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
μπεντέλι
|
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'τραγούδι' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά ουδέτερα (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα τουρκικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αραβικά (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Ιστορία (νέα ελληνικά)
- Στρατιωτικοί όροι (νέα ελληνικά)
- Ναυτικοί όροι (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)