μπερξονιστής
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- μπερξονιστής < μπερξονισμός + -ιστής < Ανρί Μπερξόν
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
μπερξονιστής αρσενικό
- (φιλοσοφία) οπαδός του μπερξονισμού
Συγγενικά[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
μπερξονιστής