μπιρμπιλομάτα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | μπιρμπιλομάτα | οι | μπιρμπιλομάτες |
γενική | της | μπιρμπιλομάτας | — | |
αιτιατική | την | μπιρμπιλομάτα | τις | μπιρμπιλομάτες |
κλητική | μπιρμπιλομάτα | μπιρμπιλομάτες | ||
Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται. | ||||
Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- μπιρμπιλομάτα < θηλυκό του μπιρμπιλομάτης
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]μπιρμπιλομάτα θηλυκό
- αυτή που έχει παιχνιδιάρικα μάτια
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] μπιρμπιλομάτα
|
Κλιτικός τύπος επιθέτου
[επεξεργασία]μπιρμπιλομάτα
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική ενικού, θηλυκού γένους του μπιρμπιλομάτης