μπουκάρισμα

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το μπουκάρισμα τα μπουκαρίσματα
      γενική του μπουκαρίσματος των μπουκαρισμάτων
    αιτιατική το μπουκάρισμα τα μπουκαρίσματα
     κλητική μπουκάρισμα μπουκαρίσματα
Κατηγορία όπως «όνομα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

μπουκάρισμα < μπουκάρω

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

μπουκάρισμα ουδέτερο

  • η ενέργεια αλλά και το αποτέλεσμα του μπουκάρω, η έφοδος, το να ορμούν σε κλειστό ή περιφραγμένο χώρο πολλοί άνθρωποι μαζί

Μεταφράσεις[επεξεργασία]