μυοκαρδιοπάθεια

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η μυοκαρδιοπάθεια οι μυοκαρδιοπάθειες
      γενική της μυοκαρδιοπάθειας των μυοκαρδιοπαθειών
    αιτιατική τη μυοκαρδιοπάθεια τις μυοκαρδιοπάθειες
     κλητική μυοκαρδιοπάθεια μυοκαρδιοπάθειες
Κατηγορία όπως «θάλασσα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

μυοκαρδιοπάθεια < μυο- + καρδιο- + -ο- + -πάθεια

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

μυοκαρδιοπάθεια θηλυκό

  • (καρδιολογία, ιατρική) μια από τις παθήσεις του μύωνα της καρδιάς (διατατική μυοκαρδιοπάθεια, υπερτροφική μυοκαρδιοπάθεια, περιοριστική μυοκαρδιοπάθεια)

Μεταφράσεις[επεξεργασία]