μύρωση
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | μύρωση | οι | μυρώσεις |
γενική | της | μύρωσης* | των | μυρώσεων |
αιτιατική | τη | μύρωση | τις | μυρώσεις |
κλητική | μύρωση | μυρώσεις | ||
* παλιότερος λόγιος τύπος, μυρώσεως | ||||
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- μύρωση < μυρώνω
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
μύρωση θηλυκό
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
μύρωση
|