ναΐφ

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

ναΐφ < γαλλική naïf / naif[1] < λατινική nativus < natus < nascor

Επίθετο[επεξεργασία]

ναΐφ άκλιτο

  1. (ζωγραφική) που έχει δημιουργηθεί με απλοϊκό / παιδικό στιλ, με σκόπιμη απόρριψη εξελιγμένων τεχνικών
  2. (ζωγραφική) που αφορά ανεκπαίδευτο απλοϊκό ή απλό, λαϊκό και αυθόρμητο καλλιτέχνη
  3. (κατ’ επέκταση, μεταφορικά) άνθρωπος απλοϊκός και ανεπιτήδευτος ή αφελής

Δείτε επίσης[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

ναΐφ ουδέτερο

Μεταφράσεις[επεξεργασία]