ναΐφ
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]Επίθετο
[επεξεργασία]ναΐφ άκλιτο
- (ζωγραφική) που έχει δημιουργηθεί με απλοϊκό / παιδικό στιλ, με σκόπιμη απόρριψη εξελιγμένων τεχνικών
- (ζωγραφική) που αφορά ανεκπαίδευτο απλοϊκό ή απλό, λαϊκό και αυθόρμητο καλλιτέχνη
- (κατ’ επέκταση, μεταφορικά) άνθρωπος απλοϊκός και ανεπιτήδευτος ή αφελής
Δείτε επίσης
[επεξεργασία]Μεταφράσεις
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]ναΐφ ουδέτερο
- (ζωγραφική) είδος ζωγραφικής που έχει δημιουργηθεί με απλοϊκό / παιδικό στιλ, με σκόπιμη απόρριψη εξελιγμένων τεχνικών καθώς και τα σχετικά έργα τέχνης
- ※ Η ναΐφ είναι μια κατηγορία ζωγραφικής που χαρακτηρίζεται από μια παιδικού τύπου απλοϊκότητα, τόσο στην ύλη και το περιεχόμενο όσο και στην τεχνική. Οι εκπρόσωποί της δεν έχουν κάποια εκπαίδευση στο είδος και συνήθως ξεκινούν να καταπιάνονται με αυτή σε μεγαλύτερη ηλικία, αφού σταματήσουν να εργάζονται. (www.tovima.gr, 11.12.2022)
Μεταφράσεις
[επεξεργασία]- ↑ ναΐφ - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
Κατηγορίες:
- Προέλευση λέξεων από τα γαλλικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα λατινικά (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Επίθετα (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Επίθετα άκλιτα (νέα ελληνικά)
- Ζωγραφική (νέα ελληνικά)
- Μεταφορικοί όροι (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με παραθέματα (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)