νασεριστής
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- νασεριστής < νασερισμός + -ιστής
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
νασεριστής αρσενικό, θηλυκό νασερίστρια
- (πολιτική): ο οπαδός του νασερισμού
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
νασεριστής
|