νεοταξίτης
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Επίθετο[επεξεργασία]
νεοταξίτης, -ισσα, -ικο
- που ακολουθεί ή εκπροσωπεί τις ιδέες της νέας τάξης πραγμάτων
- ※ Τότε η γυναίκα εξοργίστηκε, άρχισε να φωνάζει και να βρίζει τον ιερέα με χαρακτηρισμούς όπως προδότη, πουλημένε, νεοταξίτη, λέγοντας πως είδε στο διαδίκτυο γέροντα από το Άγιο Όρος να φωνάζει να μην πάρουν τις ταυτότητες. (Εύβοια: γυναίκα χαστούκισε ιερέα για τις... νέες ταυτότητες!, ant1news.gr, 26/8/2023 [1])
- ※ Και αυτοί ήρθαν - και τότε και τώρα, μόνο που τώρα οι βάρβαροι είμαστε εμείς οι ίδιοι, οι «δικοί» μας, οι «απελευθερωτές», οι «εκσυγχρονιστές», οι «δημοκράτες», οι «χριστιανοί», οι «παγκόσμιοι», οι «νεοταξίτες» (Ανδρέας Παναγόπουλος, Κριτικά εφήμερα, εκδόσεις Παπαζήση, 2005, σελ. 15)
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
νεοταξίτης
|