νεροκάλαμο
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- νεροκάλαμο < μεσαιωνική ελληνική νεροκάλαμον < νερόν + καλάμιν
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
νεροκάλαμο ουδέτερο
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
νεροκάλαμο
|