νοηματοδότηση
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | νοηματοδότηση | οι | νοηματοδοτήσεις |
γενική | της | νοηματοδότησης* | των | νοηματοδοτήσεων |
αιτιατική | τη | νοηματοδότηση | τις | νοηματοδοτήσεις |
κλητική | νοηματοδότηση | νοηματοδοτήσεις | ||
* παλιότερος λόγιος τύπος, νοηματοδοτήσεως | ||||
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- νοηματοδότηση < νοηματοδοτώ
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
νοηματοδότηση θηλυκό
- το να αποδίδεις νόημα σε μια ενέργεια, να της δίνεις ουσία
- να ερμηνεύεις μια ενέργεια, να κρίνεις το νόημά της ή τη σκοπιμότητά της
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
νοηματοδότηση
|