νομοκρατία
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- νομοκρατία < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
νομοκρατία θηλυκό
- είναι η εννοιολογικά στενότερη έννοια της δικαιοκρατίας, όπου (στη νομοκρατία) εστιάζεται το κράτος δικαίου και η τήρηση (επικράτηση) των εν λόγω νόμων ή διατάξεων με την αντιπροσωπευτική συναίνεση του λαού
Δείτε επίσης[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
νομοκρατία
|