νταλκαβούκης
Εμφάνιση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]
Ετυμολογία
[επεξεργασία]
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]νταλκαβούκης αρσενικό
- κόλακας, παράσιτο, ανεπιθύμητος μουσαφίρης
Συγγενικά
[επεξεργασία]- Νταλκαβούκης (επώνυμο)
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] νταλκαβούκης
|