νταμιάνα

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η νταμιάνα οι νταμιάνες
      γενική της νταμιάνας των νταμιανών
    αιτιατική την νταμιάνα τις νταμιάνες
     κλητική νταμιάνα νταμιάνες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

νταμιάνα < λείπει η ετυμολογία

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

νταμιάνα θηλυκό (με πληθυντικό για διαφορετικά φυτά και χωρίς πληθυντικό για ποσότητες)

  • (φυτό) Turnera diffusa, βότανο της Κεντρικής και Βόρειας Αμερικής

Μεταφράσεις[επεξεργασία]