νταμιάνα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- νταμιάνα < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
νταμιάνα θηλυκό (με πληθυντικό για διαφορετικά φυτά και χωρίς πληθυντικό για ποσότητες)
- (φυτό) Turnera diffusa, βότανο της Κεντρικής και Βόρειας Αμερικής
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
νταμιάνα
|