ξελαμπικάρω
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /kse.la.biˈka.ɾo/ & /kse.lam.biˈka.ɾo/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : ξε‐λα‐μπι‐κά‐ρω
Ρήμα[επεξεργασία]
ξελαμπικάρω, αόρ.: ξελαμπίκαρα/ξελαμπικάρισα, μτχ.π.π.: ξελαμπικαρισμένος (χωρίς παθητική φωνή) [2]
- (μεταβατικό και αμετάβατο) καθαρίζω το μυαλό μου, καθαρίζει το μυαλό μου, παύω να είμαι μπερδεμένος ή ζαλισμένος
[επεξεργασία]
- ξελαμπικάρισμα
- → και δείτε τις λέξεις λαμπικάρω και λαμπίκος
Κλίση[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
ξελαμπικάρω
|
[επεξεργασία]
- ↑ Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας. (Αʹ έκδοση: 1998)
- ↑ ξελαμπικάρω - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023)