ξενύχιασμα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- ξενύχιασμα < ξενυχιάζω
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ξενύχιασμα ουδέτερο
- ο πόνος στα νύχια όταν κάποιος πατάει κατά λάθος το πόδι ενός άλλου
- βασανιστήριο και εξαγωγή νυχιών
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
ξενύχιασμα
|