ξενύχτισσα

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η ξενύχτισσα οι ξενύχτισσες
      γενική της ξενύχτισσας
    αιτιατική την ξενύχτισσα τις ξενύχτισσες
     κλητική ξενύχτισσα ξενύχτισσες
Κατηγορία όπως «θάλασσα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

ξενύχτισσα < ξενύχτης + κατάληξη θηλυκού -ισσα

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

ξενύχτισσα θηλυκό

Μεταφράσεις[επεξεργασία]

για γλώσσες που δεν έχουν ξεχωριστή λέξη για το θηλυκό σε αυτόν τον όρο (ή γενικά) δείτε ξενύχτης